- τετραοδῖτις
- τετρᾰ-οδῖτις, ἡ,A haunting crossroads, epith. of the Moongoddess, PMag.Par.1.2561, 2818.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραοδίτις — ίτιδος, ἡ, Α (για τη θεά Σελήνη) αυτή που συχνάζει στα σταυροδρόμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράοδος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. τριοδ ῖτις)] … Dictionary of Greek